ευαρέστηση

ευαρέστηση
[-ις (-εως)] η
1) доставление удовольствия, удовлетворения; 2) см. ευαρέσκεια βυάρεστος, η , ο [ος , ον ] доставляющий удовольствие, удовлетворение; приятный;

ευαρέστηση άνθρωπος — приятный человек;

ευαρέστηση είδησις — приятное известие βυαρεστούμεν||ος, η , ο[ν] — оказывающий любезность;

λαμβάνω την τιμήν να παρακαλέσω 6*μας όπως ευαρέστησηοι... — имею честь просить вас оказать мне любезность...


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ευαρέστηση" в других словарях:

  • ευαρέστηση — η (Α εὐαρέστησις) [ευαρεστώ] 1. το να είναι κάποιος ευάρεστος, ευχάριστος σε κάποιον («πρὸς τὴν κοινὴν εὐαρέστησιν», Διον. Αλ.) 2. το να είναι κάποιος ευχαριστημένος ή ικανοποιημένος, η ευαρέσκεια, η ικανοποίηση, το καλοκάρδισμα αρχ. 1. εύνοια… …   Dictionary of Greek

  • εὐαρεστήσῃ — εὐαρεστήσηι , εὐαρέστησις being well pleased fem dat sg (epic) εὐαρεστέω to be well pleasing aor subj mid 2nd sg εὐαρεστέω to be well pleasing aor subj act 3rd sg εὐαρεστέω to be well pleasing fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαρέστημα — εὐαρέστημα, τὸ (Α) [ευαρεστώ] η ευαρέστηση, η ατομική προτίμηση …   Dictionary of Greek

  • ευαρεστήριος — εὐαρεστήριος, ον (Α) [ευάρεστος] 1. εξευμενιστικός, εξιλαστήριος 2. φρ. «εὐαρεστήριοι θυσίαι» οι θυσίες που τελούνται προς ευαρέστηση τού θεού (Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • ευαρεστία — εὐαρεστία, ἡ (Α) [ευάρεστος] 1. η ευαρέστηση 2. στον πληθ. αἱ εὐαρεστίαι η αρέσκεια, η ατομική προτίμηση, τα ατομικά γούστα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»